DictionaryForumContacts

   Greek French
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Law (19864 entries)
εκπαιδεύομαι σε άλλο επάγγελμα se reconvetir
εκπαίδευση των μαθητευομένων formation des apprentis
εκπαίδευση άπειρου από έμπειρο εργαζόμενο της επιχείρησης doublure
εκπαίδευση εξ αποστάσεως éducation à distance
εκπαίδευση μαθητευομένων cours d'apprentissage
εκπιπτέα δαπάνη déductible
εκπίπτω του δικαιώματος προς συνταξιοδότηση déchéance du droit à la pension
εκπίπτω του συνόλου ή μέρους των δικαιωμάτων μου être déclaré déchu de ses droits en tout ou en partie
εκπίπτω των δικαιωμάτων μου λόγω ανεπαρκούς χρήσης déchu de ses droits pour usage insuffisant
εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων exécution du contrat
εκπλήρωση των υποχρεώσεων των κρατών μελών exécution des obligations des Etats membres
εκπνοή της συμβάσεως échéance du contrat
εκπνοή των συνήθων προθεσμιών expiration des délais normaux
εκποίηση aliénation
εκποίηση, πώληση, μεταβίβαση (επιχειρηματικών δραστηριοτήτων) cession
εκπρόθεσμη άσκηση προσφυγής tardiveté du recours
εκπρόθεσμη υποβολή της αίτησης retard de présentation de la demande
εκπρόθεσμο forclusion
εκπρόθεσμος hors délai
εκπροσώπηση των διαδίκων της κύριας δίκης représentation des parties au principal