DictionaryForumContacts

   Greek French
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Statistics (9836 entries)
α-ευδιάλυτο résolvabilité alpha
άτεκνη γυναίκα nullipare
ατελής οικογένεια famille incomplète
ατελής οικογένεια ménage incomplet
ατμοσφαιρικά παράσιτα atmosphérique
ατμοσφαιρικά παράσιτα parasite atmosphérique
ατμοσφαιρικά παράσιτα perturbation atmosphérique
ατμοσφαιρικός αέρας air ambiant
άτοκα γραμμάτια δημοσίου bons du trésor non productifs d'intérêts
άτοκος nullipare
άτομα σε ηλικία να εργαστούν en âge de travailler
ατομική εκμετάλλευση exploitation individuelle
ατομική μετανάστευση migration individuelle
ατομικό δελτίο bulletin individuel
άτομο atome
άτομο εν χηρεία personne veuve
άτομο με ανεξάρτητα μέσα συντήρησης rentier
άτομο που λαμβάνει βοήθεια από το Δημόσιο assisté
άτομο συνάψαν γάμο non-célibataire
άτρακτος διασποράς fuseau de dispersion