DictionaryForumContacts

   Greek French
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Economy (16088 entries)
de facto σύνδεση ή συνδυασμός association ou liaison "en fait"
de jure αφερεγγυότητα insolvabilité de droit
de jure αφερεγγυότητα insolvabilité de jure
oδηγία directive (UE)
oικovoμική στασιμότητα stagnation économique
τα Kράτη μέλη συντονίζουν κάθε οικονομική τους πολιτική les Etats membres coordonnent leurs politiques économiques
τα αποτελέσματα των ερευνών τίθενται στη διάθεση όλων των ενδιαφερομένων les résultats des recherches sont mis à la disposition de l'ensemble des intéressés
τα διαχειριστικά και εκτελεστικά καθήκοντα (των οργάνων της Κοινότητας) leurs fonctions sur le plan de la gestion et du contrôle
τα εν λόγω προ2bόντα les produits EN CAUSE
τα εξισωτικά ποσά καθορίζονται σε συνάρτηση με... les montants compensatoires sont établis en fonction de...
τα καθεστώτα ενισχύσεων που υφίστανται στα Kράτη μέλη les régimes d'aides existant dans les Etats membres
τα μέτρα αυτά δεν επιτρέπεται να θίγουν τους στόχους που αναφέρονται ces mesures ne peuvent porter atteinte aux objectifs énoncés
τα μέτρα ή κάθε πρακτική που εμποδίζουν την ελεύθερη επιλογή του προμηθευτού από τον αγοραστή les mesures ou pratiques faisant obstacle au libre choix par l'acheteur de son fournisseur
τα νέα κρατίδια les nouveaux Laender
τα όργανα αυτά φροντίζουν ώστε να μη θέτουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα ces institutions veillent à ne pas compromettre la stabilité
τα ποσά που συγκεντρώνονται κατ'αυτόν τον τρόπο διατίθενται για την υποστήριξη των επιχειρήσεων les sommes ainsi obtenues sont affectées au soutien des entreprises
τα πρακτικά των διασκέψεων διαβιβάζονται στην Aνωτάτη Aρχή les procès-verbaux des délibérations sont transmis à la Haute Autorité
τα πρόσωπα συμμετέχουν εκ περιτροπής les personnes siègent par roulement
Ταϊβάν Taïwan
Ταϊλάνδη Thaïlande