DictionaryForumContacts

   Greek French
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject Transport (43987 entries)
χαλαρό επίσωτρο bandage lâche
χαλαρό στρώμα λινών επισώτρου bandage lâche
χαλαρός στρωτήρας traverse danseuse
χαλαρός σύνδεσμος σιδηροτροχιάς attache de rail peu serrée
χαλαρός σύνδεσμος σιδηροτροχιάς attache peu serrée
χαλαρώνω larguer
χαλαρώνω filer
χαλαρώνω mollir
χαλαρώνω prendre du mou
χαλαρώνω προοδευτικά choquer
χαλαρώνω προοδευτικά donner du mou
χαλαρώνω προοδευτικά filer
χαλαρώνω σκότα larguer les écoutes
χαλαρώνω στο μέγιστο βαθμό donner le maximum de mou
χαλαρώνω τα φρένα προοδευτικά desserrer progressivement les freins
χαλαρώνω το συνδετήρα ζεύξης desserrer l'attelage
χαλαρώνω τον κάβο parer la corde
χαλικόστρωτη οδός route en gravier
χαλικόστρωτη οδός route non revêtue
χαλικώδες υπόστρωμα lit de ballast