DictionaryForumContacts

   Greek French
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Law (19864 entries)
στενά διεθνούς ναυσιπλοϊας détroits servant à la navigation international
στενό détroit
στενότης επαγγελματικών διεξόδων manque d'emplois
στερητική της ελευθερίας ποινή emprisonnement
στερητική της ελευθερίας ποινή incarcération
στερητική της ελευθερίας ποινή peine carcérale
στερητική της ελευθερίας ποινή peine d'emprisonnement
στερητική της ελευθερίας ποινή peine privative de liberté
στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας mesure de sûreté privative de liberté
στέρηση της ελευθερίας privation de liberté
στέρηση της ελευθερίας κυκλοφορίας privation de la liberté de mouvement
στέρηση της προσωπικής ελευθερίας séquestration
στέρηση του δικαιώματος του λόγου privation du droit de parole
στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων interdiction légale
στέρηση μιας συνθήκης από το αντικείμενό της priver un traité de son objet
στη νομολογία και στη θεωρία dans la jurisprudence et dans la doctrine
στην ίδια υπόθεση dans une même cause
στήριγμα βραχιόνων accoudoir
στιγμή της έναρξης της διαδικασίας moment de l'introduction de l'instance
στιγμιαία έννομη σχέση διοικητικού δικαίου rapport juridique temporaire de droit administratif