Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
French
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Insurance
(2769 entries)
ομάδα ασφαλιστών που συγκεντρώνουν το σύνολο της ασφαλιστικής τους δυνατότητας σε κεντρική μονάδα
souscription pour compte commun
ομάδα ασφαλιστών στις Η.Π.Α πανομοιότυπης λειτουργίας με τα Λόυδς του Λονδίνου
association américaine du Lloyd's
ομαδική ασφάλιση ανικανότητας χωρίς ατομική ιατρική εξέταση
assurance sans preuve médicale
ομαδική ασφάλιση επιβίωσης που επιτρέπει τη διάκριση μεταξύ υπαλλήλων
régime de prévoyance à droit discrétionnaire du chef d'entreprise
ομαδική ασφάλιση ζωής
assurance vie de groupe
όμιλος μεταφοράς
club de transfert
ομοιόμορφη παροχή
prestation uniforme
ομοιόμορφος κινητός πίνακας επιτοκίων
matrice uniforme mobile
ομοσπονδία αλληλασφαλιστικών εταιριών
fédération de mutuelles
ομοσπονδιακό Ταμείο Υγείας Σιδηροδρομικών
caisse de maladie de l'entreprise des chemins de fer fédéraux
Ομοσπονδιακός Ασφαλιστικός Οργανισμός Σιδηροδρομικών
organisme d'assurance des chemins de fer fédéraux
όργανα συντονισμού
instruments de coordination
οργανισμός
agence
Οργανισμός Ασφαλίσεως Εξαγωγικων Πιστώσεων
Organisme d'assurance-crédit à l'exportation
οργανισμός ασφάλισης εξαγωγικών πιστώσεων
organisme de crédit à l'exportation
οργανισμός ασφάλισης εξαγωγικών πιστώσεων
organisme d'assurance-crédit à l'exportation
Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων
Organisation des assurances agricoles
οργανισμός κοινωνικής ασφάλειας
organisme de sécurité sociale
οργανισμός κοινωνικής πρόνοιας
organisme d'assistance sociale
οργανισμός πιστωτής
organisme créancier
Get short URL