Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
French
Α Β Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ Χ Ψ Ω Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Employment
(112 entries)
εθνικό σχέδιο για την απασχόληση
plan national pour l'emploi
ειδικευμένη απασχόληση
emploi qualifié
ειδικότητα
aptitudes professionnelles
ειδικότητα
capacités professionnelles
ειδικότητα
qualification professionnelle
εξασφαλίζει στους εργαζομένους μία παραγωγική επαναπασχόληση
assurer aux travailleurs un réemploi productif
επαγγελματική δραστηριότητα
activité professionnelle
επαγγελματική ειδικότητα
aptitudes professionnelles
επαγγελματική ειδικότητα
capacités professionnelles
επαγγελματική ειδικότητα
qualification professionnelle
επαγγελματική κατάρτιση κατά την εργασία
formation dans le service
επαγγελματική κατάρτιση κατά την εργασία
formation en cours d'emploi
επαγγελματική κατάρτιση κατά την εργασία
formation sur le tas
επαγγελματική κατάρτιση κατά την εργασία
formation sur place
επίδομα μετάβασης
allocation de raccordement
εποχική απασχόληση
emploi saisonnier
εργαζόμενος σε πολύ μειονεκτική θέση
travailleur gravement défavorisé
ευρω-σύμβουλος
euroconseiller
ευρωπαϊκή πύλη για την επαγγελματική κινητικότητα
portail européen sur la mobilité de l'emploi
Ευρωπαϊκό δίκτυο ανταλλαγής πληροφοριών όσον αφορά την τοπική ανάπτυξη και τις τοπικές πρωτοβουλίες δημιουργίας θέσεων απασχόλησης
Réseau européen d'échange d'informations sur le développement local et les initiatives locales d'emploi
Get short URL