DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject Marketing (3419 entries)
παραγωγή εμπορευμάτων σε εξέλιξη en-cours de production de biens
παραγωγή σε εξέλιξη produits en cours
παράγωγο του λυκίσκου dérivé du houblon
παράγων που αποτελεί εμπόδιο στον ανταγωνισμό facteur anticoncurrentiel préexistant
παράδοση στο σπίτι χωρίς επιβάρυνση livraison franco à domicile
παραθέτω encarter
παρακαταθήκη consigne
παρακμή του συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchise saturation de la franchise
παρακολουθώ τις δαπάνες faire suivre les frais
παρακρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών ταμείων contribution aux institutions de prévoyance du personnel
παρακρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών ταμείων contribution aux institutions de prévoyance en faveur du personnel
παρακρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών ταμείων contribution à la caisse de pension
παρακράτηση εγγύησης retenue de garantie
παράλληλη εισαγωγή αυτοκινήτων importation parallèle d'automobiles
παράμετρος αύξησης της αποδoτικότητας leverage facteur
παράμετρος αύξησης της αποδoτικότητας levier de rentabilité
παράμετρος χρήσης δανειακών κεφαλαίων leverage facteur
παράμετρος χρήσης δανειακών κεφαλαίων levier de rentabilité
παραπλανητική παρουσίαση προϊόντων représentation trompeuse des marchandises
παραπλανώ τον καταναλωτή induire en erreur le consommateur