DictionaryForumContacts

   
Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ   <<  >>
Terms for subject Insurance (2769 entries)
ο δικαιούχος συμπλήρωσε το όριο συνταξιοδότησης le bénéficiaire atteint l'âge de la retraite
ο εξουσιοδοτούμενος δε μπορεί να εκχωρήσει την εξουσιοδότηση le mandat ne peut être transmis ou cédé
ο εργαζόμενος πρέπει να συνδέεται με μία σύμβαση εργασίας le salarié doit être lié par un contrat de travail
ο κομιστής του ασφαλιστηρίου αποκτά τα δικαιώματα police au porteur
οι ζημιές πληρώνονται χωρίς την ύπαρξη απαλλαγής sans franchise
οικογενειακή ασφάλιση assurance des membres de famille
οικογενειακό επίδομα allocations familiales
οικογενειακό πηλίκο quotient familial
οικονομικές ανάγκες της αγοράς besoins économiques du marché
οικονομικές επιπτώσεις από την μη δημοσιοποίηση της καταπάτησης δικαιωμάτων από την ευρεσιτεχνία assurance "atteinte aux droits de propriété industrielle"
οικονομική επιβάρυνση ασφαλιστικής εταιρίας λόγω υψηλού κόστους πρωτοετούς παραγωγής partie non amortie des affaires nouvelles
οικονομικός συμψηφισμός compensation financière
οικοσκευές και προσωπικά είδη mobilier domestique et effets personnels
ολική απώλεια του πλοίου μόνο perte totale du navire seulement
ολική απώλεια μέρους perte totale de la part d'avarie commune de cargaison
ολική απώλεια μόνο clause de réassurance en perte totale seulement
ολική και τελική ρύθμιση règlement final
ολική συνδρομή cotisation totale
ομάδα "μεσοπρόθεσμες πράξεις" Groupe "Moyen terme"
ομάδα αντασφαλιστικών συμβάσεων ensemble de traités