DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject Transport (43987 entries)
ιδιοκτήτης ιδιωτικού ρυμουλκού propriétaire particulier de remorqueur
ιδιοκτήτης ιδιωτικού σκάφους batelier particulier
ιδιοκτήτης ιδιωτικού φορτηγού titulaire d'un wagon de particulier
ιδιοκτήτης παρακαμπτήριας γραμμής embranché
ιδιοκτήτης παρακαμπτήριας γραμμής titulaire d'un embranchement particulier
ιδιόκτητοι και λοιποί χώροι στάθμευσης aires de stationnement des usagers et autres aires de stationnement
ιδιοκτήτρια αρχή autorité propriétaire
ιδιομορφία των μεταφορών aspects spéciaux des transports
ιδιομορφία,παρά τη βλάβη δεν επακολουθεί διακοπή λειτουργίας résistance à la défaillance
ιδιοσυσκευή ευθυγράμμισης αναστόμωσης palier d'alignement
ιδιοσυσκευή ευθυγράμμισης συρμάτων,ιδιοσυσκευή επιπεδοποίησης ελασμάτων appareil à dresser
ιδιοσυσκευή ευθυγράμμισης συρμάτων,ιδιοσυσκευή επιπεδοποίησης ελασμάτων dresseur
ιδιοσυσκευή ευθυγράμμισης συρμάτων,ιδιοσυσκευή επιπεδοποίησης ελασμάτων redresseur
ιδιοσυσκευή ευθυγράμμισης συρμάτων,ιδιοσυσκευή επιπεδοποίησης ελασμάτων redresseur de bandes ou de fils
ιδιοσυχνότητα πηδαλίου fréquence de gouverne
ιδιωτικά αυτοκίνητα που αντιστοιχούν σε βασικό μοντέλο της σειράς προϊόντων που αναφέρεται στη συμφωνία voitures particulières correspondant à un modèle de la gamme visée par l'accord
ιδιωτική αεροπλοΐα aviation d'affaires
ιδιωτική διακλάδωση γραμμής co-embranché
ιδιωτική διακλάδωση γραμμής embranchement particulier
ιδιωτική διαμετακομιστική αποθήκη entrepôt particulier