DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ   <<  >>
Terms for subject Coal (1978 entries)
έκλυσις πτητικών dégagement de matières volatiles
εκρηγνύω detoner
εκρηκτήρας exploseur
εκρηκτήρας απλής πυροδότησης exploseur a un coup
εκρηκτήρας για ινώδες καψύλλιο exploseur pour detonateur a filament
εκρηκτήρας πολλαπλών πυροδοτήσεων exploseur a plusieurs coups
εκρηκτικά αέρια ανθρακωρυχείων grisou
εκρηκτικά μέσα matiere explosive
εκρηκτικά μίγματα melanges explosifs
εκρηκτικές ύλες βάσεως χλωρικών αλάτων cheddites
εκρηκτικές ύλες βάσεως χλωρικών αλάτων explosifs chlorates
εκρηκτική εκκένωση choc d'explosion
εκρηκτική εκκένωση choc de detonation
εκρηκτική θρυαλλίδα cordeau detonant
εκρηκτική ύλη substance explosive
εκρηκτική ύλη ανθρακωρυχείου explosif pour tir au charbon
εκρηκτική ύλη απλής βάσεως compose explosif
εκρηκτική ύλη βάσεως νιτρικού αμμωνίου explosif au nitrate d'ammonium
εκρηκτική ύλη βάσεως νιτρικού αμμωνίου explosif nitraté
εκρηκτική ύλη βάσεως νιτρογλυκερίνης explosif a la nitroglycerine