DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject General (26674 entries)
εταιρική σχέση ενόψει της προσχώρησης Partenariat pour l'adhésion
εταιρική σχέση Επιτροπής-κράτους-περιφερειών partenariat Commission-Etat-régions
Εταιρική σχέση και συνεργασία µεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών µελών της αφενός, και της Δηµοκρατίας του Τατζικιστάν αφετέρου Accord de partenariat et de coopération entre la Communauté européenne et ses États membres, d'une part, et la République du Tadjikistan, d'autre part
εταιρικό κεφάλαιο capital nominal
ετεροαζεοτροπικό μίγμα (ετεροαζεότροπο) hétéroazéotrope
ετερογενής αντιδραστήρας pile hétérogène
ετερόλογη κλωνοποίηση clonage hétérologue
ετερομορφία diversité
ετεροχρονισμένο ποσό, ετεροχρονισμός overhang
ετεροχρονισμός στην απόδοση (πχ. των δανείων) rentabilité différée
ετηρήθησαν οι διατυπώσεις αυτές... après l'accomplissement de ces formalités
ετήσια τέλη μεταλλείου redevance trefonciere
ετήσια γραπτή έκθεση σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειώσει η Ενωση rapport écrit annuel concernant les progrès réalisés par l'Union
ετήσια έκθεση rapport annuel
ετήσια έκθεση για τη χορήγηση των ενισχύσεων rapport annuel concernant les aides octroyées
ετήσια έκθεση σχετικά με την κατάσταση του φαινομένου των ναρκωτικών rapport annuel sur l'état du phénomène de la drogue
ετήσια εξέταση του επιπέδου αποδοχών examen annuel du niveau des rémunérations
ετήσια επαναφόρτιση rechargement annuel
ετήσια κατά κεφαλή κατανάλωση ύδατος consommation annuelle d'eau par habitant
ετήσια κονδύλια dotation annuelle