DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Labor law (3852 entries)
αγωγό ένδυμα vêtement conducteur
άδεια congé
άδεια προς εργασία autorisation de travail
άδεια προσωπική και μη μεταβιβάσιμη autorisation nominale et incessible
άδεια χωρίς αποδοχές congé sans solde
αδιάβροχη ποδιά tablier de travail imperméable
αδιάβροχο cape
αδιάβροχο καπέλο chapeau imperméable
αδιάβροχο καπέλο suroît
αδιάκοπη τάση αύξησης της ανεργίας augmentation tendancielle du chômage
αεριζόμενη στολή vêtement ventilé
αεριζομένη στολή πτήσης vêtement ventilé
αέριο που χρησιμοποιείται για υποκαπνισμό gaz destiné aux opérations de fumigation
αέριο φουσκώματος gaz de remplissage
αεροθαλαμική στολή πίεσης vêtement pressurisé à poches pneumatiques
αερόλυμα όπου η διασκορπισμένη ουσία είναι στερεό aérosol particulaire
αεροναυτίλος navigateur d'avions
αεροπορικό προσωπικό εδάφους personnel au sol
άθλημα σε επίπεδο πρωταθλητισμού sport de haut niveau
αίτηση αντικατάστασης demande de mutation