Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
German
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Φ
Χ
Ψ
Ω
<<
>>
Terms for subject
Economy
(14916 entries)
μακροπρόθεσμη ομολογία
festverzinsliche Wertpapiere
μακροπρόθεσμη πίστωση
langfristiger Kredit
μακροπρόθεσμη πρόβλεψη
langfristige Prognose
μακροπρόθεσμη συμμετοχή στο βιομηχανικό τομέα
langfristige Industriebeteiligung
μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση
langfristige Finanzierung
μακροπρόθεσμο επιτόκιο
Kapitalmarktsätze
μακροπρόθεσμο επιτόκιο
Kapitalmarktzinsen
μακροπρόθεσμο επιτόκιο
Kapitalzins
μακροπρόθεσμο επιτόκιο
Zinssätze auf dem Kapitalmarkt
(pl.)
μακροπρόθεσμος προσανατολισμός της βιομηχανικής παραγωγής
die Orientierung der Fabrikation auf lange Sicht
μακροπροληπτική εποπτεία
Makroaufsicht
μακροπροληπτική εποπτεία
Finanzaufsicht auf Makroebene
μακροχρόνια ανεργία
Langzeitarbeitslosigkeit
μακροχρόνια κίνηση των τιμών και του όγκου
langfristige Preis-und Volumenentwicklung
μακροχρόνια περίοδος
langer Wirtschaftsabschnitt
Μάλτα
Malta
Μαλαισία
Malaysia
μαλάκιο
Weichtiere
μαλακό τυρί
Weichkäse
μαλακό σιτάρι
Weichweizen
Get short URL