Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
German
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Φ
Χ
Ψ
Ω
<<
>>
Terms for subject
Economy
(14916 entries)
καταγγελία που δεν αφορά περίπτωση παραβίασης
Nichtverletzungsbeschwerde
καταγγελία συμβάσεως
Kündigung eines Vertrags
καταγγελία συμφωνίας
Kündigung eines Abkommens
καταγραφή εργασίας
Arbeitsbuchführung
καταγραφή χρόνων
Zeitaufnahme
καταγραφή χρόνων
Zeitnahme
καταγραφή χρόνων
Zeitvornahme
καταγράφω πρόσθετες προβλέψεις
zusätzliche Rückstellungen ausweisen
καταθέτης
Einleger
καταθέτης τράπεζας
Einleger der Bank
καταθέσεις τις οποίες κατέχουν οι ασφαλιστές για λογαριασμό των ασφαλισμένων
Guthaben der Versicherten bei den Versicherungsunternehmen
καταθέσεις που παραμένουν σταθερές
Einlagen,die geringen Schwankungen unterliegen
καταθέσεις σε εθνικό νόμισμα που προκύπτουν από πρόγραμμα ή σύμβαση αποταμίευσης
Einlagen in Landeswährung,die auf einem Sparvertrag oder Sparplan beruhen
κατάθεση
Einlagen
(pl.)
κατάθεση στις νομισματικές αρχές
Bildung von Guthaben bei Währungsbehörden
κατακείμενο νεκρό ξύλο
Unterholz
κατακερματισμός των ενισχύσεων
Zersplitterung der Förderung
κατάλληλος ελκυστήρας
günstigster Traktor
καταλογισμός δαπανών
Kostenverteilung
καταλογογράφηση
Katalogisierung
Get short URL