DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject Economy (14916 entries)
βαθμιαία θέση υπό κοινή διαχείριση των αποθεμάτων fortschreitende gemeinsame Bildung von Reserven
βαθμιαία πρόοδος beschleunigtes Waschstum
βαθμιαία συγκέντρωση διαθεσίμων fortschreitende gemeinsame Bildung von Reserven
βαθμός Besoldungsgruppe
βαθμός αποδόσεως προσωπικού Personalwirkungsgrad
βαθμός ενοποίησης των μη χρηματοπιστωτικών λογαριασμών Grad der Konsolidierung der nicht finanziellen Konten
βαθμός κατεργασίας Verarbeitungsgrad
βαθμός παροχής Versorgungsgrad
βαθμός προστασίας Grad des Schutzes
βαθμός ρευστότητας της οικονομίας Geldmengenquote
βαθμός ρευστότητας της οικονομίας volkswirtschaftliche Liquiditaetsquote
βαθμός ρευστότητας της οικονομίας Liquiditätsrate der Wirtschaft
βαθμός ρύπανσης Belastungsgrad
βαθμός στον οποίο είναι ανοικτή η οικονομία Grad der Offenheit
βαθμός σύγκλισης των οικονομικών επιδόσεων Grad an Konvergenz der Wirtschaftsleistungen
βαθμός χρέωσης των περιφερειών Verschuldung der Regionen
βαθμός χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού στη βιομηχανία Auslastungsgrad der Produktionskapazitaeten
βαθμός χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού στη βιομηχανία Kapazitätsauslastungsgrad
βαλτικές χώρες baltische Staaten
Βαλτική Θάλασσα Ostsee