Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
German
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Φ
Χ
Ψ
Ω
<<
>>
Terms for subject
Economy
(14916 entries)
τα μέτρα ή κάθε πρακτική που εμποδίζουν την ελεύθερη επιλογή του προμηθευτού από τον αγοραστή
Massnahmen oder Praktiken,die den kaeufer an der freien Wahl seines Lieferanten hindern
τα νέα κρατίδια
die neuen Bundesländer
τα νέα κρατίδια
die neuen Länder
τα όργανα αυτά φροντίζουν ώστε να μη θέτουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα
diese Organe achten darauf,die Stabilitaet nicht zu gefaehrden
τα ποσά που συγκεντρώνονται κατ'αυτόν τον τρόπο διατίθενται για την υποστήριξη των επιχειρήσεων
die so aufgekommenen Betraege werden zur Unterstuetzung der Unternehmen verwendet
τα πρακτικά των διασκέψεων διαβιβάζονται στην Aνωτάτη Aρχή
die Beratungsprotokolle werden der Hohen Behoerde uebermittelt
τα πρόσωπα συμμετέχουν εκ περιτροπής
die Personen wechseln turnusmäßig
Ταϊβάν
Taiwan
Ταϊλάνδη
Thailand
Τατζικιστάν
Tadschikistan
τακτικά πυρηνικά όπλα
taktische Kernwaffe
τακτική γραμμή
Konferenzlinie
τακτικό δικαστήριο
ordentliche Gerichtsbarkeit
ταμειακά διαθέσιμα
Kassenhaltung, monetäre Forderungen
ταμειακή ροή
Cashflow
ταμείο
Fonds
(EU)
Ταμείο Τιτλοποίησης
Treuhandgesellschaft zum Zweck der Verbriefung
Ταμείο Τιτλοποίησης
Verbriefungsfonds
Ταμείο του Συμβουλίου της Ευρώπης
Fonds des Europarates
Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για τη Δημογραφία
Bevölkerungsfonds der Vereinten Nationen
Get short URL