DictionaryForumContacts

   
Α Β Δ Θ Ι Κ Λ Μ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ   >>
Terms for subject Oil / petroleum (194 entries)
αποπαραφίνωση με διαλύτη Lösemittelentparaffinierung
αποστολή υποστήριξης πετρελαιοπηγών Unterstützung bei Erdölbohrungen
αργό πετρέλαιο τύπου sour herbes Rohöl
αργό πετρέλαιο τύπου sweet sanftes Rohöl
άσφαλτος Bitumen
άσφαλτος Straßenbaubitumen
άσφαλτος Straßenbitumen
άσφαλτος εκ πετρελαίου και λοιπά υπολείμματα ελαίων του πετρελαίου ή σχιστών, πλην του οπτάνθρακος πετρελαίου Bitumen und andere nicht paraffinische Rückstände aus Erdöl und Schieferöl, ausgenommen Petrolkoks
αυτοανυψούμενη εξέδρα Hubinsel
αυτοανυψούμενη εξέδρα Jack-up Plattform
αυτοανυψούμενη εξέδρα sich selbst anhebende Plattform
αυτοκινούμενη ημιβυθιζόμενη πλατφόρμα γεωτρήσεων bewegliche Bohrinsel
αυτοκινούμενη ημιβυθιζόμενη πλατφόρμα γεωτρήσεων bewegliche Bohrplattform
αυτοκινούμενη ημιβυθιζόμενη πλατφόρμα γεωτρήσεων mobile Plattform
βαρέλι Faß
βαρύ αργό πετρέλαιο schweres Rohöl
βασικό προϊόν Basisöl
βασικό προϊόν Grundöl
βενζίνη αλκυλίωσης Alkylatbenzin
βιτουμένιο Bitumen