DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Π Ρ Σ Σ Τ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject Fish farming (pisciculture) (4325 entries)
χωρητικότητα αποθηκευτικών χώρων Ladevermögen
χωρίς αγκάθι; χωρίς αγκάθια entgrätet
χωρίς αγκάθι; χωρίς αγκάθια grätenfrei
χωρίς βράγχια ohne Kiemen
χωρίς δέρμα enthäutet
χωρίς δέρμα ohne Haut
ψαράδικοκν. Fischerboot
ψαράδικοκν. Fischereifahrzeug
ψαράδικοκν. Fischfangschiff
ψαράκι συρτής Devonspinner
ψάρεμα με ζωντανό δόλωμακν. Fischen mit lebenden Ködern
ψάρεμα με πλάνο Jigging
ψάρεμα σε γλυκά νερά Süsswasser-Fischerei
ψαρεύονταςκν. auf Fang
ψάρι του γλυκού νερού Süsswasserfisch
ψάρι γεννήτορας φυσικής αναπαραγωγής reifer Laichfisch
ψάρι για κατανάλωση Speisefisch
ψάρι με μέγεθος κατώτερο του ζητούμενου untermaßiger Fisch
ψάρι χειρουργός Monrovia-Doktorfisch
ψάρια τρομπέτες Schnepfenfische