DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (24000 entries)
Συντονιστική διάσκεψη για την ανάπτυξη της Μεσημβρινής Αφρικής Koordinierungskonferenz für die Entwicklung im südlichen Afrika
συντονιστική δράση Koordinierungsmassnahme
συντονιστική επιτροπή Koordinierungsausschuss
Συντονιστική επιτροπή "Ευρώπη 2020" Lenkungsausschuss Europa 2020
Συντονιστική Επιτροπή των Συνδικάτων Χημικών και Αλλων Βιομηχανιών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Koordinationsausschuss von Chemie- und Fabrikarbeitergewerkschaften
Συντονιστική επιτροπή Ευρατόμ-DOE (συνεργασία στον τομέα της ελεγχόμενης θερμοπυρηνικής σύντηξης) Koordinierungsausschuss Euratom-DOE (Zusammenarbeit auf dem Gebiet der kontrollierten Kernfusion)
Συντονιστική επιτροπή Ευρατόμ-Ηνωμένων Πολιτειών (συνεργασία στο πεδίο της έρευνας και της ανάπτυξης της ενέργειας σύντηξης) Koordinierungsausschuss Euratom-Vereinigte Staaten (Zusammenarbeit auf dem Gebiet der Forschung und Entwicklung zur Fusionsenergie)
Συντονιστική επιτροπή Ευρατόμ-Ιαπωνίας (συνεργασία στον τομέα της ελεγχόμενης θερμοπυρηνικής σύντηξης) Koordinierungsausschuss Euratom-Japan (Zusammenarbeit auf dem Gebiet der kontrollierten Kernfusion)
Συντονιστική επιτροπή Ευρατόμ-Καναδά (συνεργασία στον τομέα της ελεγχόμενης πυρηνικής σύντηξης) Koordinierungsausschuss Euratom-Kanada (Zusammenarbeit auf dem Gebiet der kontrollierten Kernfusion)
Συντονιστική επιτροπή Ευρατόμ-Ουκρανίας (συνεργασία στον τομέα της ελεγχόμενης πυρηνικής σύντηξης) Koordinierungsausschuss Euratom-Ukraine (Zusammenarbeit auf dem Gebiet der kontrollierten Kernfusion)
Συντονιστική επιτροπή στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις Koordinierungsausschuss für den Bereich der polizeilichen und justiziellen Zusammenarbeit in Strafsachen
Συντονιστική επιτροπή στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις Ausschuss "Artikel 36"
συντονιστική κεντρική ομάδα σχεδίασης Koordinierendes Kernplanungsteam
Συντονιστική Ομάδα (ΟΟΣΑ) Gruppe "Koordinierung" (OECD)
συντονιστική ομάδα αντιμετώπισης της κρίσης Krisenreaktions-Koordinierungsteam
Συντονιστική ομάδα για το κοινοτικό συστήματος ελέγχου των εξαγωγών ειδών και τεχνολογίας διπλής χρήσης Koordinierungsgruppe für die Gemeinschaftsregelung für die Kontrolle der Ausfuhr von Gütern und Technologien mit doppeltem Verwendungszweck
συντονιστική πολυθεματική συνάντηση horizontale Konzertation
Συντονιστική Συνεδρίαση Σχεδιασμού Planungs-Koordinierungstagung
συντονιστικός κανονισμός Koordinierungsverordnung
συντονισμένη ανάπτυξη της μηχανογράφησης των διοικητικών διαδικασιών Koordinierte Entwicklung von automatisierten Verwaltungsverfahren