Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
German
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
General
(24000 entries)
σώμα των δημοτικών ή κοινοτικών αντιπροσώπων
kommunale Vertretungskörperschaft
σώμα βόμβας
Bombenkoerper
σώμα βομβίδας
Granatenkoerper
σώμα νάρκης
Minenkoerper
σώμα οβίδας
Granatenkoerper
σώμα στο οποίο ανήκει
[ο στρατιωτικός]
Stammtruppengattung
σώμα στρατού
Armeekorps
Σωματείο
Idealverein
σωμάτειο Carnegie
Carnegie Corporation
σωματίδια σε διασπορά
verteilter Form
σωματική ανωμαλία
strukturelle Mißbildung
σωματική έρευνα ασφαλείας
Sicherheitsdurchsuchung
σωματική μεταλλαξιογένεση
somatische Mutagenität
σωματοτρόπος ορμόνη για τα βοοειδή; σωματοτροπίνη βοοειδών
Bovines Somatropin
σωματοτρόπος ορμόνη για τα βοοειδή; σωματοτροπίνη βοοειδών
Rindersomatotropin
σωρευτικό αποτέλεσμα
Kumulationswirkung
σωρευτικό αποτέλεσμα
Synergie
σωρευτικό αποτέλεσμα
Synergismus
σώρευση ενισχύσεων διαφόρων τύπων
Kumulierung von Beihilfen unterschiedlicher Zielsetzung
σώρευση καταγωγής
Kumulierung
Get short URL