Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
German
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Environment
(17443 entries)
στοιχείο
Zelle
(galvanisch)
στοιχείο της δυναμικής των πληθυσμών
Angaben zur Populationsdynamik
στοιχείο του τοπίου
Landschaftselement
στοιχείο ασυνεχούς μέτρησης
diskontinuierliche Messzelle
στοιχείο διαδοχικών μετρήσεων από το ίδιο δείγμα
sequentielle Messzelle
στοιχείο πυρηνικού καυσίμου
Brennelement
στοιχείο ρίζα
Radikal
στοιχείο στεγανοποίησης
Dichtung
στοιχείο στεγανοποίησης/επικάλυψη
Dichtung
στοιχείο σειράς μετρήσεων
sequentielle Messzelle
στοιχείο συνεχούς μέτρησης
kontinuierliche Messzelle
στοιχείο φίλτρου
Filterelement
στοιχειώδης παρακολούθηση
Grundüberwachung
στόκος
Zement
στόμιο
Auslass
στόμιο εκκένωσης νερού
Wasserauslaß
στόμιο κρίσιμης ροής
Messblende fuer kritische Stroemung
στόμιο ποταμού
Flussmündung
στόμιο
(εξαγωγή)
υπερχείλισης
Überlauf
στόμιο
(εξαγωγή)
υπερχείλισης
(υπερπλήρωσης)
Überlauf
Get short URL