Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
German
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Labor law
(3463 entries)
όργανο για προστασία από σπινθήρες
funkenfreies Werkzeug
όργανο για προστασία από σπινθήρες
funkensicheres Werkzeug
όργανο δειγματοληψίας
Filtergerät
οργανόγραμμα εργασίας
Projektstrukturplan
οργάνωση της θέσης εργασίας
Stellenbeschreibung
οργάνωση της κατάρτισης
Qualifikationsstruktur
οργάνωση της συνεχούς εργασίας με τέσσερις βάρδιες
kontinuierlicher Arbeitsbetrieb im Vierschichtensystem
οργάνωση του χρόνου εργασίας
Arbeitszeitgestaltung
οργάνωση των βοηθειών
Sicherheitsmaßnahmen
Οργάνωση Εργαζομένων του Καναδά
Kongress der Arbeit
οργάνωση μη σχετική προς τον κλάδο
ausserhalb der Gewerkschaften gebildete Organisation
όρια ελαστικού ωραρίου
Gleitzeit
οριζόντιος επαγγελματικός διαχωρισμός
horizontale Trennung
όριο αντοχής στην έλξη
Widerstandsschwelle gegen die Zugkraft
όριο μισθού
Entgeltgrenze
όριο πέραν του οποίου επέρχονται σωματικές βλάβες
Schwelle der körperlichen Schädigungen
όριο συνταξιοδότησης
Altersgrenze für die Pensionierung
όροι απασχόλησης
Beschäftigungsbedingungen
όρος για την εξεύρεση απασχόλησης
Arbeitsaufnahme
ουσιαστική επαγγελματική προϋπόθεση
wesentliche berufliche Anforderung
Get short URL