DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Agriculture (30044 entries)
ξύλον επιφανειακώς ξηρόν δια του αέρος oberflächentrocken
ξύλον κορμού Langholz
ξύλον κορμού Schaftholz
ξύλον κορμού Stammholz
ξυλοπία η αιθιοπική äthiopischer Pfefferbaum
ξυλόπλακα Holzschwarte
ξυλόπλακα Schalbrett
ξυλόπλακα Schwarte
ξυλοποιημένος verholzt
ξυλοποίηση Holzreife
ξυλουργικό τσεκούρι με καμπυλωτή κόψη Dechsel
ξυλουργικό τσεκούρι με καμπυλωτή κόψη Deichsel
ξυλουργικό τσεκούρι με καμπυλωτή κόψη Dexel
ξυλουργικό τσεκούρι με καμπυλωτή κόψη Krummhaue
ξυλοφάγος του γένους Monochamus holzfressende Insekten der Gattung Monochamus
ξυλώδης βλάστηση με Tamarix germanica Holzvegetation mit Tamariske
ξυλώδης ίνα Faserrichtung
ξυλώδης ίνα Holzfaser
ξυλώδης ίνα Holzmaserung
ξύλωμα και επισκευή των βαρελιών Abschlagen