Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
German
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Medical
(122679 entries)
μονάδα εκρηκτικής αύξησης
Knochenmark-Blut-erythropoetische Stammzellen
μονάδα εκρηκτικής αύξησης
BFU
μονάδα εντατικής θεραπείας
Intensivpflegestation
μονάδα εντατικής θεραπείας
Intensivstation
μονάδα εντατικής θεραπείας
ITS
μονάδα εξέτασης και θεραπείας ΩΡΛ
HNO-Untersuchungs-und Behandlungseinheit
μονάδα κορτικοπτροπίνης
ACTH-Einheit
μονάδα κορτικοπτροπίνης
Armour-Standard
μονάδα κορτικοπτροπίνης
Armour-Unit
μονάδα κορτικοπτροπίνης
Kortikotropin-Einheit
μονάδα Κορτίνης
Cortin-Einheit
μονάδα μεταγραφής
Transkriptionseinheit
μονάδα μετεγχειρητικής νοσηλείας
Wachstation
μονάδα μερκαπτοαιθυλαμίνης
Mercaptoethylamineinheit
μονάδα ολιγοσακχαρίτη
Oligosaccharideinheit
μονάδα παντοθενικού
Pantothenateinheit
μονάδα παροχών για ιατρική χρήση
medizinische Versorgungseinheit
μονάδα περιφερικής αντίστασης
periphere Widerstandeinheit
μονάδα περιφερικής αντίστασης
PRU
μονάδα πίεσης
Druckeinheit
Get short URL