Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
German
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Environment
(17443 entries)
μεγάλη αποψιλωμένη έκταση
großflächige Kahlschläge
μεγάλη μονάδα παραγωγής ενέργειας από καύσιμες ύλες
Grossfeuerungsanlage
μεγάλη μονάδα παραγωγής ενέργειας από καύσιμες ύλες
Großfeuerungsanlage
μεγάλη μονάδα παραγωγής ενέργειας από καύσιμες ύλες
Großfeuerungsanlagen
μεγάλης απόστασης
ferntransportiert
μεγάλης απόστασης
großräumig
μεγάλης απόστασης
überregional
μεγάλης κλίμακας
ferntransportiert
μεγάλης κλίμακας
großräumig
μεγάλης κλίμακας
überregional
μεγαλιθική τοποθεσία
megalitische Stätte
μεγάλο ατύχημα
Großer Unfall
μεγάλο δοχείο απορριμμάτων
Hausmüllsammelbehälter
μεγάλου εύρους αλατότητας
euhalin
μεγαλύτερη συγκέντρωση μολύβδου στα οστά
eine staerkere Anreicherung von Blei in den Knochen
μέγεθος του δείγματος
geschätzte Konzentration eines Schadstoffes
μέγεθος επιχείρησης
Unternehmensgröße
μέγεθος υλικού
Materialgroesse
μέγιστη αποδεκτή πρόσληψη MAC
hoechstzulaessige Konzentration
μέγιστη αποδεκτή συγκέντρωση στον ατμοσφαιρικό αέρα
MIK-Wert
Get short URL