DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (24000 entries)
λέηζερ υδρογόνου-φθοριδίου Fluorwasserstoff-Laser
λέηζερ υψηλής ενέργειας Hochenergielaser
λειτoυργία πρoσαvατoλισμέvη στo ?ρήστη benutzerfreundlicher Dienst
λειτουργία Funktionsweise
λειτουργία εμβόλου kolben
λειτουργία εμβόλου pistonieren
λειτουργία θυροπλοίου με ανύψωση και βύθιση Schwimmtorbewegung durch Hebung und Senkung
λειτουργία πολλαπλών στενών δεσμών ακτίνων enge Strahlenbündelung
λειτουργία πολυπλεξίας Multiplexierungsfunktion
λειτουργία-διαχείριση Wirtschaftlichkeit
λειτουργία-διαχείριση Wirtschaftlichkeitsfunktion
λειτουργική ανωμαλία Funktionsstörung
λειτουργική ασφάλεια κατά τη μεταφορά Betriebssicherheit beim Transport
λειτουργική αυτονομία funktionelle Autonomie
λειτουργική διάταξη αριθ. 8 Nummer 8 der operativen Bestimmungen
λειτουργική διαδικασία ασφαλείας sicherheitsbezogenes Betriebsverfahren
λειτουργική δοκιμή Funktionsprüfung
λειτουργική μεταβατική κατάσταση operationelle Transiente
λειτουργική παρέμβαση operationelle Intervention
λειτουργική προδιαγραφή funktionelle Beschreibung