DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (24000 entries)
καλυφθέν και μη καταβεβλημένο κεφάλαιο ausstehende Einlagen auf das gezeichnete Kapital
κάλυψη της διαρθρωτικής καθυστέρησης μιας περιφέρειας struktureller Aufholprozeß einer Region
καλωδιακή καθοδήγηση Drahtlenkung
καλώδιο για μόνιμες συνδέσεις μεγάλης απόστασης Kabel fuer dauernde Fernverbindungen
καλωδιοκολλητής spleisser
καλώντας τους άλλους λαούς να συμμετάσχουν στην προσπάθειά τους die Aufforderung an die anderen Voelker,sich diesen Bestrebungen anzuschliessen
καμάκι Harpune
καμινευτήρ αυλός κοπής Schneidbrenner
καμινευτήρ αυλός κοπής Schweißbrenner
καμινευτήρας,καμινευτικός φυσητήρας Schweißbrenner
καμπίνα διερμηνέων Dolmetscherkabine
καμπύλη τάσης-παραμόρφωσης Spannungs-Formaenderungs-Kurve
καμπύλη απoδόσεωv Renditekurve
καμπύλη απόδoσης Renditekurve
καμπύλη βαθμολογίας Eichkurve
καμπύλη βαθμονομήσεως ράβδου ρυθμίσεως Steuerkennlinie
καμπύλη βαθμονόμησης Eichkurve
καμπύλη διάρκειας φορτίου Lastdauerlinie
καμπύλη εκτροπής Verlagerungskurve
καμπύλη οπή krummes loch