DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (24000 entries)
κάλυκας κυνηγετικού φυσιγγίου Patronenhuelse
κάλυμμα διαρροής Ablaßventil
κάλυμμα εισόδου προσπελάσεως Einstiegsdeckel
κάλυμμα εισόδου προσπελάσεως Zugangsdeckel
κάλυμμα που επιτρέπει την απαγωγή πλεονάζοντος αερίου ή ρητίνης Ablaßventil
κάλυμμα φακέλλου Vorlegemappe für den Bürogebrauch
καλυμμένη ανεργία versteckte Arbeitslosigkeit
καλύπτρα με παροχή καθαρού αέρα Frischlufthaube
καλυφθέν και μη καταβεβλημένο κεφάλαιο ausstehende Einlagen auf das gezeichnete Kapital
κάλυψη της διαρθρωτικής καθυστέρησης μιας περιφέρειας struktureller Aufholprozeß einer Region
καλωδιακή καθοδήγηση Drahtlenkung
καλώδιο για μόνιμες συνδέσεις μεγάλης απόστασης Kabel fuer dauernde Fernverbindungen
καλωδιοκολλητής spleisser
καλώντας τους άλλους λαούς να συμμετάσχουν στην προσπάθειά τους die Aufforderung an die anderen Voelker,sich diesen Bestrebungen anzuschliessen
καμάκι Harpune
καμινευτήρ αυλός κοπής Schneidbrenner
καμινευτήρ αυλός κοπής Schweißbrenner
καμινευτήρας,καμινευτικός φυσητήρας Schweißbrenner
καμπίνα διερμηνέων Dolmetscherkabine
καμπύλη τάσης-παραμόρφωσης Spannungs-Formaenderungs-Kurve