DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Environment (17443 entries)
εργατικό σωματείο Gewerkschaft
Εργαλεία για τη χάραξη περιβαλλοντικής πολιτικής και προκλήσεις die Herausforderungen, denen die Umweltpolitik gerecht werden muß, und die ihr zur Verfügung stehenden Instrumente
εργαλείο του Krause Klassierer
εργαστηριακή τεχνική Labortechnik
εργαστηριακή δοκιμή Laborversuch
εργαστηριακή έρευνα Laboruntersuchung
εργαστήριο GIS GIS-Labor
εργαστήριο υποστήριξης από το έδαφος Bodenlabor
εργασία Beschäftigung
εργασία ανάκτησης Verwertungsmaßnahme
εργασία εκτός ωρών αιχμής Arbeiten außerhalb der üblichen Bürozeiten
εργασία εξυγίανσης Sanierungsarbeit
εργασία νέων Jugendarbeit
εργασιακές σχέσεις Arbeitsverhältnisse
εργασιακή ασφάλεια Arbeitssicherheit
εργασιακή ασφάλεια/ασφάλεια στην εργασία Arbeitssicherheit
εργασιακό καθεστώς Beruflicher Status
εργασιακό καθεστώς/επαγγελματική θέση Beruflicher Status
εργασίες καθαρισμού Reinigungsvorgang
εργασίες καθαρισμού ερμάτων Ballastreinigung