DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Transport (42679 entries)
επιτρεπόμενο όριο λειτουργίας κινητήρα zulässige Triebwerksbetriebszeit
επιτρεπόμενο φορτίο zulässige Belastung
επιτρεπόμενο φορτίο zulässige Bodenpressung
επιτρεπόμενο φορτίο zulässiger Druck
επιτρεπόμενο φορτίο zulässige Last
επιτρεπόμενο φορτίο ανά άξονα zulässige Achslast
επιτρεπόμενο φορτίο άξονα zulässige Achslast
επιτρεπόμενο φορτίο αποθηκών αεροσκάφους zulässige Frachtlast
επιτρεπόμενο φορτίο θαλάμου αεροσκάφους zulässige Kabinenlast
επιτρεπόμενο φορτίο υπό συνθήκες τήξεως Verkehrsbeschränkungen während des Frostaufganges
επιτρεπόμενο ωφέλιμο φορτίο Regelnutzlast eines Fahrzeuges
επιτρεπόμενο ωφέλιμο φορτίο Regelnutzlast eines Triebwagens
επιτρεπόμενοι χιλιομετρικοί τόννοι Betriebstonnenkilometer
επιτρεπόμενοι χιλιομετρικοί τόννοι Diensttonnenkilometer
επιτρέπω τη διέλευση αμαξοστοιχίας einen Zug durchlassen
επιτρέπω την είσοδο αμαξοστοιχίας einen Zug einfahren lassen
επιτρέπω την είσοδο αμαξοστοιχίας einen Zug einlassen
επιτρέπω την είσοδο αμαξοστοιχίας σε σταθμό einen Zug einfahren lassen
επιτρέπω την είσοδο αμαξοστοιχίας σε σταθμό einen Zug zulassen
επιτροπές προγραμματισμού Flugplanausschuß