DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Insurance (2733 entries)
επίφοβη περίοδος Periode erhöhter Gefahr
επιχείρηση παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών Anbieter von Nebendienstleistungen
επιχορήγηση Zulage
επιχορήγηση Zuschuss
επιχορήγηση Zuwendung
εποπτική αρχή Aufsichtsbehoerde
εποχικός κίνδυνος jahreszeitlich bedingtes Risiko
εργατική σύνταξη Arbeiterrente
εργαζόμενοι,μισθωτοί και μη Arbeitnehmer und Selbstaendige
εργαζόμενος ανασφάλιστος nicht sozialversicherungspflichtig Beschäftigter
εργαζόμενος με δικαίωμα στο επίδομα ανεργίας sozialversicherungspflichtiger Beschäftigter
εργασίες μικρής διάρκειας zeitmäßig begrenzte Geschäfte
εργοδοτική εισφορά που υπολογίζεται με βάση την ακαθάριστη αμοιβή nach dem Bruttolohn berechneter Arbeitgeberbeitrag
έσοδα πωλήσεων Bruttoverkaufspreis
εσφαλμένη τήρηση του νόμου mangelhafte Ausführung
εσωτερικοί κανονισμοί Statuten
ευθύνη για τη θέση σε λειτουργία του έργου Inbetriebnahme
ευθύνη πλοιοκτήτη Schiffseigentümerhaftpflicht
ευθύνομαι αλληλεγγύως και απεριορίστως unbeschränkte Haftung
ευκαιριακός κίνδυνος ανάφλεξης Waldbrandrisiko