DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Labor law (3463 entries)
εκσπλαχνιστής Ausweide-Personal
εκσφενδόνιση λυωμένου μετάλλου Flüssigmetallspritzer
ελατήριο ασφαλείας Auslesefeder
ελατήριο ασφαλείας Sicherheitsfeder
ελατήριο αυτομάτου αποσύνδεσης Auslesefeder
ελατήριο αυτομάτου αποσύνδεσης Sicherheitsfeder
ελαστικά άρβυλα Gummistiefel
ελαστικότητα του χρόνου εργασίας Flexibilisierung der Arbeitszeit
ελαστικότητα στη διαμόρφωση των αμοιβών verschiedene Formen der Lohngestaltung
ελαστικότητα ωραρίου εργασίας flexible Arbeitszeit
ελασματουργός θερμής ελάσεως Warmwalzer
ελαφρά εργασία leichte Arbeit
ελαφρό ατύχημα leichter Unfall
ελάχιστη αμοιβή Garantielohn
ελάχιστη παρενόχληση του χρήστη minimale Behinderung des Benutzers
ελάχιστο οικογενειακό εισόδημα Familien mindesteinkommen
ελάχιστο όριο ηλικίας πρόσληψης für die Festanstellung erforderliches Mindestalter
ελάχιστος κοινωνικός μισθός sozialer Mindestlohn
ελεγκτής ταπήτων Tuftingwarenkontrolleur
ελεγκτής αποδόσεως Leistungskontrolleur