DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Business (587 entries)
έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας Eröffnung des Insolvenzverfahrens
ενδεχόμενη υποχρέωση Eventualschuld
ενδεχόμενη υποχρέωση Eventualverbindlichkeit
ενδιάμεσοι λογαριασμοί Zwischenabschluss
ενδιάμεσοι λογαριασμοί Zwischenbilanz
ενεργητικό Aktiva
ενεργητικό Anlagevermögen
ενοποιημένα αποθεματικά konsolidierte Rücklagen
ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης konsolidierter Lagebericht
ενοποιημένοι λογαριασμοί νόμιμα εγκεκριμένοι ; νομότυπα εγκεκριμένοι ενοποιημένοι λογαριασμοί ordnungsgemäss gebilligter konsolidierter Abschluss
ενοποιημένος κύκλος εργασιών konsolidierte Nettoumsatzerlöse
ενσώματα περιουσιακά στοιχεία' υλικά περιουσιακά στοιχεία Sachanlagen
εξασφαλίζω τις χρηματοδοτικές υπηρεσίες (χρηματοδοτικού οργανισμού) als Zahlstelle fungieren
εξασφαλισμένη δυναμικότητα verbindliche Kapazität
εξετάσεις επαγγελματικής ικανότητας berufliche Eignungsprüfung
εξέλεγξη των απαιτήσεων Prüfung der Forderungen
εξηρτημένη εταιρία abhängige Gesellschaft
έξοδα Aufwendungen
έξοδα διαθέσεως Vertriebskosten
έξοδα ερευνών και ανάπτυξης Forschungs- und Entwicklungskosten