Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
German
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Economy
(14916 entries)
βασικοί μισθοί και ημερομίσθια
Direktlöhne und-gehälter
βασικός τομέας
Grundwirtschaftssektor
βασικός μέτοχος
Referenzaktionär
βασικός πληθωρισμός
Inflationssockel
βασικός συντελεστής του τουριστικού τομέα
Vertreter der Fremdenverkehrsindustrie
Βασιλικάτα
Basilicata
βασιλικό κόμμα
Monarchistenpartei
βασιλοφροσύνη
Königtum
βάσις επιβαρύνσεων
Grundbelastung
Βαυαρία
Bayern
βεβαίωση του κοινωφελούς χαρακτήρα του έργου για την Ευρώπη
Erklärung über die europäische Gemeinnützigkeit
βέλτιστον σχέδιον αξιοποιήσεως
optimaler Entwicklungs-Plan
βελτιωτικά του εδάφους
Bodendüngung
βελτιωτικό υφής
Strukturfestiger
βελτιωμένη ποικιλία
verbesserte Sorte
βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης
Haushaltskonsolidierung
βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης
Konsolidierungsanstrengung
βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης
Sanierung der Haushalte
βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης
Sanierung der Staatsfinanzen
βελτίωση της παραγωγής
Produktionsverbesserung
Get short URL