DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (24000 entries)
αυτοκατευθυνόμενος πύραυλος δι΄υπευθύνων auf Wärme ansprechender Flugkörper
αυτόκαρπα νόθα ημίσεως αίματος Hybride
αυτόκαρπα νόθα ημίσεως αίματος Kreuzungszüchtung
αυτοκεντραριζόμενη zwangszentrierung
αυτοκίνητο πυροβόλο Geschuetz auf Selbstfahrlafetten
αυτόκλειστος Autoklavieren
αυτοκόλλητη ετικέτα Aufkleber
αυτοκόλλητη θεώρηση Visummarke
αυτόματη ταίστρα Futterautomat
αυτόματη ταίστρα με με αλυσίδα automatische Futterkette
αυτόματη ταμειολογιστική μηχανή Geldautomat
αυτόματη ανάλυση της εισροής automatische Input-Analyse
αυτόματη γεμιστική μηχανή automatische Füllmaschine
αυτόματη γραφομηχανή Schreibautomat
αυτόματη γραφομηχανή automatische Schreibmaschine
αυτόματη εκπομπή νετρονίων κατά τη σχάση spontane Emission von Spaltungsneutronen
αυτόματη κατάργηση της πράσινης ισοτιμίας automatischer Abbau der grünen Kurse
αυτόματη μεταφορά Mittelübertragung
αυτόματη μεταφορά Übertragung eines Anspruchs
αυτόματη μετάφραση Rohübersetzung