DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject Construction (6120 entries)
αστικό συγκρότημα städtische Siedlung
αστικό τηλεφωνικό κέντρο Stadtfernamt
αστικός εξευγενισμός Gentrifizierung
αστικός ιστός Stadtgefüge
ασυνεχές καλούπι Sparschalung
ασφαλτικά πλακίδια Asphaltmatte
ασφαλτικά πλακίδια Asphaltplatte
ασφαλτικά πλακίδια Asphaltziegel
ασφαλτική ανάμιξις εις εργοστάσιον Anlagemischung
ασφαλτική ανάμιξις εις εργοστάσιον Mischen in Anlagen
ασφαλτική ανάμιξις επί τόπου mischen an Ort und Stelle
ασφαλτική επένδυσις Asphalt-Verschleissschicht
ασφαλτική επένδυσις schwere Auskleidung
ασφαλτική επίστρωση Festdruecken des Strassenschotters
ασφαλτική επίστρωση bituminöses Mischgut
ασφαλτική πλαξ Asphaltmatte
ασφαλτική πλαξ Asphaltplatte
ασφαλτική πλαξ Asphaltziegel
ασφαλτική στρώση βάσης Asphalttragschicht
ασφαλτικό ένεμα Mastixinjektion