Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
German
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
General
(24000 entries)
αποθεματικό ασφαλείας
Reservefonds
αποθεματικό ασφαλείας
Rücklagekapital
αποθεματικό ασφαλείας
Sicherheitsreserve
αποθεματικό γήρανσης' πρόβλεψη για τη γήρανση του πληθυσμού
Altersrückstellung
αποθεματικό για ανανέωση
Erneuerungsfonds
αποθεματικό προβλεπόμενο από το καταστατικό; αποθεματικό καταστατικού
satzungsmässige Rücklage
αποθεματικό υλικό
Reservestoff
αποθεματοποίηση παρέμβασης
Interventionslager
απόθεση
Abscheidung
απόθεση
absetzen
απόθεση
aufhaengen
απόθεση σε αλατούχους σχηματισμούς
Beseitigung in Salzformationen
απόθεση σε αργιλώδη εδάφη
Beseitigung in Tonformationen
απόθεση σε διαλυτούς βράχους
Beseitigung in löslichem Gestein
απόθεση σε διαπυρικούς αλατούχους σχηματισμούς
Beseitigung in Salzdiapirformationen
απόθεση σε μικρό βάθος στην ξηρά
Beseitigung in oberflächennahen Erdschichten
απόθεση σκόνης
Staubablagerung
απόθεσις
Absetzen
απόθεσις
Ansatz
απόθεσις
Ansetzen
Get short URL