DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (24000 entries)
αλλοδαπός μαχητής ausländischer Kämpfer
αλλοιοπραγματικότης Derealisation
αλλοιωμένος schadhaft
αλλοίωση Beschädigung
αλλόμορφο Allomorph
άλλος εξοπλισμός παρασκευής τροφών sonstige Geräte für die Futterbereitung
αλλόφωνο Allofon Allophon
άλμα bohren
άλμα mit dem Förderrad zu bohren anfangen
άλμη Salzlake
αλογονωμένοι υδρογονάνθρακες Halon
Αλοιφή για εισπνεόμενους ατμούς Salbe zur Herstellung eines Dampfs zur Inhalation
αλουέςκν. Gang
αλπινική υπηρεσία διασώσεως Bergrettungsdienst
αλυσίδα της προστιθεμένης αξίας Wertschöpfungskette
αλυσίδα εφοδιασμού Lieferkette
αλυσίδα εφοδιασμού Versorgungskette
αλυσίδα εφοδιασμού στον τομέα της άμυνας Logistikkette
αλυσιδωτή απάτη Karussellbetrug
αλυσωτή αντίδραση ριζών Radikalkettenreaktion