DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject Economy (14916 entries)
άτομο που απουσιάζει προσωρινά vorübergehend abwesende Person
άτομο που έχει εργαστεί με μειωμένο ωράριο σ όλη τη διάρκεια του έτους Person,die während des ganzen Jahres halbtags arbeitet
άτομο που φροντίζει ηλικιωμένους σε μη επαγγελματική βάση Pflegeperson
άτομο που φροντίζει ηλικιωμένους σε μη επαγγελματική βάση vorrangige Unterstützung nichtfachlicher Pflegekräfte
άτυπη μορφή εργασίας atypische Beschäftigung
άτυπη οικονομία informelle Wirtschaft
άτυπος τομέας απασχόλησης informeller Sektor
άτυπος διαγωνισμός ή απευθείας διαπραγματεύσεις informeller Wettbewerb oder direkte Verhandlungen
ατύχημα κατά τη μεταφορά Unfall beim Transport
ατυχήματα στο σπίτι Unfall im Haushalt
αvάλυση ευαισθησίας Sensibilitätsanalyse
αβασίλευτη δημοκρατία Republik
αβέβαιο κέρδος Zufallsgewinn
Αβρουζία Abruzzen
αγαθά τα οποία βρίσκονται άμεσα ή έμμεσα υπό διαμετακομιστικό καθεστώς Waren als direkte oder indirekte Durchfuhr
αγαθά της ομάδας "Υπηρεσίες ανακύκλωσης" Erzeugnisse der Gruppe Rückgewinnung
αγαθά εκτός από μεταφορικά μέσα Waren auβer Fahrzeugen
αγαθά επένδυσης Anlagegüter
αγαθά επένδυσης Investitionsgüter
αγαθά επένδυσης Kapitalgüter