DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Energy industry (2146 entries)
ονομαστική ισχύς ενός υδροηλεκτρικού σταθμού Nennleistung eines Wasserkraftwerks
ονομαστική ισχύς εξόδου Nennleistung in kW
οξυγονούχος υδρογονάνθρακας sauerstoffhaltiger Kohlenwasserstoff
οπτάνθρακας από πετρέλαιο Petrolkoks
οπτάνθρακας πίσσας Pechkoks
οπτανθρακοποίηση Koksbildung
οπτανθρακοποίηση Verkokung
οργανικός κύκλος RANKINE Rankine Kreislauf mit organischem Fluidum
Οργανισμός Αραβικών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών Organisation der Arabischen Erdölexportierenden Länder
Οργανισμός ενέργειας της Λατινικής Αμερικής Lateinamerikanische Energieorganisation
Οργανισμός Εφοδιασμού της Ευρατόμ Euratom-Versorgungsagentur
οργανισμός ηλεκτρικής ενέργειας της Δημοκρατίας της Κροατίας Amt für Stromversorgung der kroatischen Republik
όρθιος εξατμιστήρας με καταιονισμό νερού Rieselverdampfer
ορθολογική χρήση της ενέργειας rationelle Energienutzung
ορθολογική χρήση της ενέργειας rationelle Energieverwendung
ορθολογική χρησιμοποίηση της ενέργειας rationelle Energienutzung
ορθολογική χρησιμοποίηση της ενέργειας rationelle Energieverwendung
οριζόντια ολοκληρωμένη επιχείρηση horizontal integriertes Elektrizitätsunternehmen
οριζοντίως ολοκληρωμένη επιχείρηση horizontal integriertes Elektrizitätsunternehmen
όριο έκρηξης Explosionsbereich