DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Transport (42679 entries)
ιδιοκτήτης ιδιωτικού σκάφους Partikulierschiffer
ιδιοκτήτης ιδιωτικού φορτηγού Einsteller eines Privatgüterwagens
ιδιοκτήτης ιδιωτικού φορτηγού Einsteller eines Privatwagens
ιδιοκτήτης ιδιωτικού φορτηγού Privatgüterwageneinsteller
ιδιοκτήτης ιδιωτικού φορτηγού Privatwageneinsteller
ιδιοκτήτης παρακαμπτήριας γραμμής Anschließer
ιδιομορφία των μεταφορών Besonderheiten des Verkehrs
ιδιομορφία,παρά τη βλάβη δεν επακολουθεί διακοπή λειτουργίας ausfalltolerante Eigenschaft
ιδιοσυσκευή ευθυγράμμισης αναστόμωσης Ausrichtwerkzeug für Ausbohrungsarbeiten
ιδιοσυσκευή ευθυγράμμισης συρμάτων,ιδιοσυσκευή επιπεδοποίησης ελασμάτων Planrichter
ιδιοσυσκευή ευθυγράμμισης συρμάτων,ιδιοσυσκευή επιπεδοποίησης ελασμάτων Richtapparat
ιδιοσυσκευή ευθυγράμμισης συρμάτων,ιδιοσυσκευή επιπεδοποίησης ελασμάτων Rollenrichtapparat
ιδιοσυσκευή ευθυγράμμισης συρμάτων,ιδιοσυσκευή επιπεδοποίησης ελασμάτων Walzrichtapparat
ιδιοσυχνότητα πηδαλίου Eintauchfrequenz des Ruders
ιδιωτικά αυτοκίνητα που αντιστοιχούν σε βασικό μοντέλο της σειράς προϊόντων που αναφέρεται στη συμφωνία Personenkraftfahrzeuge,die einem Modell des Vertragsprogramms entsprechen
ιδιωτική διακλάδωση γραμμής Hauptanschließer
ιδιωτική διακλάδωση γραμμής Privatanschluss
ιδιωτική διακλάδωση γραμμής Privatgleisanschluss
ιδιωτική διαμετακομιστική αποθήκη Privatzollager
ιδιωτική μεταφορά private Befoerderung