DictionaryForumContacts

   Greek Estonian
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Economy (8036 entries)
εποχική μετανάστευση hooajaline migratsioon
εποχικός εργαζόμενος hooajatöötaja
επώνυμο perekonnanimi
έργα αστικής υποδομής linna infrastruktuur
έργα οδοποιίας tee-ehitus
έργα πολιτικού μηχανικού tsiviilehitus
εργάτες-μέτοχοι της επιχείρησης töötajate aktsiaosalus
εργάτης tööline
εργατικές κατοικίες sotsiaaleluruum
εργατική τάξη töölisklass
Εργατική Διεθνής Tööliste Internatsionaal
εργατικό ατύχημα tööõnnetus
εργατικό δίκαιο tööõigus
εργατικό δυναμικό tööjõud
εργατικό κίνημα töölisliikumine
εργατικό κόμμα töölispartei
εργατικός κώδικας tööseadustik
εργαζόμενος töötaja (EL)
εργαζόμενος με ειδικές ανάγκες puudega töötaja
εργαζόμενος με πολλαπλές δεξιότητες mitme oskusega töötaja