DictionaryForumContacts

   Greek Dutch
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Banking (155 entries)
πιστωτικό υπόλοιπο τραπεζικού λογαριασμού banksaldo
πιστωτικό υπόλοιπο τραπεζικού λογαριασμού banktegoed
πιστωτικό υπόλοιπο τραπεζικού λογαριασμού tegoed bij een bank
πλαστό namaakbiljetten
πλαστό vals biljet
πλαστό τραπεζογραμμάτιο namaakbiljetten
πλαστό τραπεζογραμμάτιο vals biljet
πλαστό νόμισμα namaakbiljetten
πλαστό νόμισμα vals biljet
πλαστό χαρτονόμισμα namaakbiljetten
πλαστό χαρτονόμισμα vals biljet
πλήρης δυνατότητα πρόσβασης bereikbaarheid
Πρόγραμμα επιβεβαίωσης γνησιότητας τσιπ Chip Authentication Programme
πρόκριση συναλλαγής ή συναλλάγματος arbitrage
προσομοίωση ακραίων καταστάσεων από πάνω προς τα κάτω top-downstresstest
πρόσωπο με μηδενική χρήση τραπεζικών υπηρεσιών die geen bankrekening heeft
πρόσωπο με μηδενική χρήση τραπεζικών υπηρεσιών zonder bankrekening
στοιχείο ενεργητικού χαμηλού κινδύνου actief met een lage risicograad
σκληρός πυρήνας των ιδίων κεφαλαίων werkelijk eigen vermogen
συμβατικό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων contractueel depositogarantiestelsel