Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Dutch
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Industry
(19412 entries)
ακατέργαστο μαλλί
schapenscheren
ακατέργαστο μαλλί
schapescheren
ακατέργαστο μετάξι
ruwe zijde
ακατέργαστο μίγμα
ongevulkaniseerd mengsel
ακατέργαστο νήμα
ecru wol
ακατέργαστο νήμα
ongeverfde wol
ακατέργαστο ραμί
ruwe ramee
ακατέργαστο ύφασμα
ruwe geweven stof
ακατέργαστος χυτοσίδηρος για παραγωγή φαιού χυτοσιδήρου
grijs gietijzer
ακατέργαστος χυτοσίδηρος για παραγωγή φαιού χυτοσιδήρου
hematietgietijzer
ακάθαρτο κουκούλι
bevuilde cocon
ακαθαρσία
schuim
ακαθαρσία του ψευδαργύρου
zinkresidu
ακαθαρσίες
grit
άκαμπτα προϊόντα
stijve produkten
άκαμπτη στρωματοποιημένη μονωτική πλάκα
star gelamineerde isolerende plaat
άκαμπτο πανέλο
starre plaat
άκαμπτο φύλλο
starre plaat
ακαριαία θρυαλλίδα
slagsnoer
ακαροϊδής ρητίνη
acaroïdehars
Get short URL