DictionaryForumContacts

   Greek Dutch
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Business (479 entries)
κατατετμημένη ομάδα επιχειρήσεων partiële ondernemingengroep
καταγγέλτης informant
καταγγέλτης klokkenluider
καταγγέλτης verklikker
καταγγελία δυσλειτουργίας klokkenluiden
καταγγέλλων δυσλειτουργίες informant
καταγγέλλων δυσλειτουργίες klokkenluider
καταγγέλλων δυσλειτουργίες verklikker
κατάλογος εμπίστευσης vertrouwenslijst
κατανέμω uitsplitsen
καταρτίζω τους ετήσιους λογαριασμούς de jaarrekening opstellen
κατάσταση (που επικρατεί) στον οικονομικό και νομισματικό τομέα economische en monetaire toestand
κατάστημα πωλήσεωv με αλληλoγραφία postorderbedrijf
κατέχω μετοχές ή μερίδια aandelen houden
κατέχω μετοχές ή μερίδια houder/houdster zijn van aandelen
κατέχω ως εγγύηση; κατέχω για εγγύηση tot zekerheid houden
κατοχή μετοχών ή μεριδίων; κατέχω μετοχές bezit van aandelen
καθαρές πωλήσεις; καθαρό ύψος του κύκλου εργασιών netto-omzet
καθαρή λογιστική θέση aandelenkapitaal
καθαρή λογιστική θέση eigen kapitaal