DictionaryForumContacts

   Greek Dutch
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Health care (10022 entries)
ατομικός εξοπλισμός για την αποφυγή των πτώσεων persoonlijke bescherming tegen vallen
άτομο το οποίο φέρει τον ιό HIV-seropositieve persoon
άτομο το οποίο φέρει τον ιό persoon die drager is van het virus
άτομο κανονικής ακοής normaal-horende
άτομο με αναπηρία όρασης slechtziende
άτομο με ειδικές ανάγκες minder-valide
άτομο με προβλήματα όρασης slechtziende
άτομο μειωμένης κινητικότητας motorisch gehandicapte
άτομο που παίρνει ναρκωτικά ενδοφλεβίως intraveneuze druggebruiker
ατροπίνη atropine
ατροφία των μυών spieratrofie
ατροφική ρινίτιδα snuffelziekte, atrofische rhinitis
ατροφική ρινίτιδα του χοίρου atrofische rhinitis bij varkens
ατροφική ρινίτιδα του χοίρου snuffelziekte
ατροφική ρινίτιδα των χοίρων atrofische rinitis
ατροφική ρινίτιδα των χοίρων snuffelziekte
ατύχημα από απώλεια ψυκτικού; ατύχημα που οφείλεται στην απώλεια του ψυκτικού koelmiddelverliesongeval
ατύχημα από απώλεια ψυκτικού; ατύχημα που οφείλεται στην απώλεια του ψυκτικού ongeval met koelmiddelverlies
ατύχημα διαδρομής ongeval in het woon-werkverkeer
ατύχημα διαδρομής ongeval op weg naar of van het werk