Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Italian
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ Ω Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Insurance
(2104 entries)
συντάξιμος μισθός
ultimo stipendio a fini pensionistici
συντάξιμος μισθός
stipendio valido a fini pensionistici
συνταξιοδοτική προσαύξηση ή συνταξιοδοτικά επιδόματα λόγω τέκνων
maggiorazione o supplemento di pensione per i figli
συνταξιοδοτικό ταμείο των μισθωτών
fondo pensione dei dipendenti
συνταξιοδοτικό δικαίωμα
diritto a pensione
συνταξιοδοτικό καθεστώς που συμβατικά αποκλείεται
regime di pensione convenzionalmente escluso
συνταξιοδοτικό πρόγραμμα του οποίου η πρόσοδος υπολογίζεται βάσει του τελευταίου συντάξιμου μισθού
schema pensionistico basato sull'ultimo stipendio
συνταξιοδοτικό πρόγραμμα διαχείρισης κεφαλαίου
gestione dei fondi
συνταξιοδοτικό πρόγραμμα μικτής χρηματοδότησης
regime pensionistico ibrido
συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που οι παραχές του υπερβαίνουν το μέγιστο ποσό κρατικής σύνταξης
beneficiare di un regime pensionistico complementare
συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που παρέχει τη δυνατότητα δανειοδότησης του ασφαλισμένου
prestito su polizza
συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που συνάφθηκε με ασφαλιστική εταιρία
schema pensionistico privato
συνταξιούχος
titolare di una pensione
συντελεστής εισφοράς στο σύστημα συνταξιοδοτήσεως
aliquota di contributo al regime della pensioni
συντελεστής θνησιμότητας
funzione di mortalità
συντελεστής ισοτιμίας
coefficiente di parità
συντομογραφία ασφαλειομεσίτη
sigla ufficiale di un broker
συναισθηματική ζημία
danno sentimentale
συναισθηματική ζημία
perdita di valore sentimentale
συνασφαλιστήριο
polizza in coassicurazione
Get short URL