DictionaryForumContacts

   Greek Italian
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Statistics (9066 entries)
κοορτική μέθοδος metodo delle componenti
κορεσμένο μοντέλο modello saturo
κορεσμένο μοντέλο modello saturato
κόρη οφθαλμού pupilla
κόστος που εξαρτάται από την ζήτηση costi di potenza
κόστος που εξαρτάται από τους καταναλωτές costi di utenza
κόσκινο εκτιμητής stimatore setaccio
κοσμική τάση trend
κοσμική τάση tendenza secolare
ΚΠ bilancio nazionale
ΚΠ bilancio statale
κρατικός προϋπολογισμός bilancio nazionale
κρατικός προϋπολογισμός bilancio statale
κράτος μέλος προορισμού Stato membro di destinazione
κράμβη αλαιώδης χειμερινή colza autunnale
κράμβη ελαιώδης colza
κράμβη ελαιώδης θερινή colza primaverile
κράμβη η λαχανώδης ποικ.η ερυθρά cavolo rosso
κρεμμύδια cipolle
κριτήρια ταξινόμησης caratteristica di classificazione