DictionaryForumContacts

   Greek Italian
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Labor law (3182 entries)
κατώτατος μισθός που καθορίζεται από το κράτος salario minimo fissato dai pubblici poteri
καθαρές αποδοχές salario netto
καθαριστής τραπεζιών commis débarrasseur
καθαριστής ινών με μηχανή battitore
καθαριστής καπνοδόχων spazzacamino
καθαριστής σκαφών από τη σκουριά carenante
καθαριστής σκαφών από τη σκουριά picchettino
καθαριστής υαλοπινάκων pulitore di vetri
καθαρίστρια ή καθαριστής ακινήτων inserviente
καθαρός χρόνος εργασίας ore nette di lavoro
κάθετος επαγγελματικός διαχωρισμός segregazione verticale
καθεστώς διακοπής της σταδιοδρομίας regime d'interruzione della carriera
καθεστώς ελαστικής συνταξιοδότησης regime de pensionamento flessibile
καθεστώς που εφαρμόζεται στους λοιπούς υπαλλήλους regime applicabile agli altri agenti
καθήκον mansione di lavoro
καθημερινό ωράριο εργασίας ore di lavoro giornaliero
καθιστική εργασία lavoro sedentario
κάθισμα sedile di lavoro
κάθισμα εργασίας sedile
κάθισμα εργασίας sedile di lavoro